- νεκροκαύστης
- ο (Α νεκροκαύστης)αυτός που καίει τους νεκρούςνεοελλ.αυτός που υποστηρίζει ή επιδιώκει την αντικατάσταση τού ενταφιασμού με την καύση τών νεκρών σε ειδικούς κλιβάνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)-* + -καύστης (< καίω), πρβλ. ιπνο-καύστης, καμινο-καύστης].
Dictionary of Greek. 2013.